- επιβουλή
- η (AM ἐπιβουλή) [επιβουλεύω]σχέδιο ενεργειών, μυστική προετοιμασία και δόλιες ενέργειες εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβουλῇ — ἐπιβουλή plan formed against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλή — plan formed against fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβουλή — η ύπουλη σκέψη ή ενέργεια εναντίον άλλου, μηχανορραφία, σκευωρία, δολοπλοκία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβούλῃ — ἐπί βούλομαι will pres subj mp 2nd sg ἐπί βούλομαι will pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλῆι — ἐπιβουλῇ , ἐπιβουλή plan formed against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλαῖς — ἐπιβουλή plan formed against fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλαί — ἐπιβουλή plan formed against fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλῆς — ἐπιβουλή plan formed against fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλῇσι — ἐπιβουλή plan formed against fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλήν — ἐπιβουλή plan formed against fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)